- δουλεμπορία
- η работорговля
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δουλεμπορία — η και δουλεμπόριο, το αγοραπωλησία ή εμπόριο δούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δουλέμπορος. Η λ. δουλεμπορία μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή και η λ. δουλεμπόριον μαρτυρείται από το 1865 στον Αλ. Καραθεοδωρή] … Dictionary of Greek
δουλεμπορικός — ή, όν 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δουλεμπορία ή στον δουλέμπορο 2. αυτός που προέρχεται από δουλεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Αθηναϊκή] … Dictionary of Greek
ανθρωπεμπορία — η 1. η δουλεμπορία 2. η σωματεμπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + εμπορία. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του Γένους Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek